ἐπιμείγνυμι

ἐπιμείγνυμι
ἐπῐμείγνυμι (i pro ει passim codd.: corr. Schr.)
1 bring upon in various senses, c. acc. & dat. ἐμφύλιον αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (sc. Ἰξίων) P. 2.32 ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας (sc. Ἀχιλλεύς; came to grips with) N. 3.61 αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πάτερ, ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν unite the people in public festivals N. 9.31 ὁ Λοξίας πρόφρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”